- δημαρχοῦσι
- δημαρχέωto bepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)δημαρχέωto bepres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφεύγω — ΝΜΑ [φεύγω] καταφεύγω σε κάποιον ή κάπου ζητώντας προστασία και βοήθεια (α. «κυνηγημένοι από τον εχθρό προσέφυγαν στο κάστρο» β. «ἐκπίπτων δὲ καὶ περιωθούμενος ὁ Πομπήιος ἠναγκάζετο δημαρχοῡσι προσφεύγειν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (νομ.) καταθέτω… … Dictionary of Greek